ὠμοπλατῶν

ὠμοπλατῶν
ὠμοπλάτη
shoulder blade
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετάφρενο(ν) — το (ΑΜ μετάφρενον) το τμήμα που βρίσκεται μεταξύ τών δύο ωμοπλατών, η ράχη, τα νώτα, η πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρην, φρενός] …   Dictionary of Greek

  • μεταυχένιος — μεταυχένιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πίσω από τον αυχένα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεταυχένια (κατά τον Πολυδ.) «τὰ δὲ ἑκατέρωθεν ὠμοπλατῶν πτερύγια, ὧν τὰ πλάγια μεταυχένια». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐχένιος (< αὐχήν, αὐχένος),… …   Dictionary of Greek

  • συνωμία — ἡ, ΜΑ (κυρίως για ταύρους) το διάστημα μεταξύ τών ωμοπλατών ή το σημείο στο οποίο ενώνονται οι ωμοπλάτες μσν. (για άλογα) εξάρθρωση τής ωμοπλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὦμος + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • υποτραχήλιο — το / ὑποτραχήλιον, ΝΜΑ 1. το κατώτερο μέρος τού τραχήλου («ὑποτραχήλιον καλοῡσι τὸ ὑπὸ τοὺς αὐχένας μεταξὺ ὠμοπλατῶν καταλῆγον ἐπὶ τὸ μετάφρενον», Πολυδ.) 2. αρχιτ. το μεταξύ τού κορμού και τού κιονοκράνου μη ραβδωτό τμήμα ενός κίονα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • χελώνιο — το / χελώνιον, ΝΜΑ [χελώνη] το όστρακο, το προστατευτικό κάλυμμα τής χελώνας νεοελλ. ζωολ. καθένα από τα μέλη τής τάξης χελώνια αρχ. 1. το όστρακο τού κάβουρα 2. το κυρτό μέρος τής ράχης («νῶτα τοίνυν ὑπ αὐχένι κείμενα τὸ μὲν ἔγκυρτον, χελώνιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”